- παχυκεφαλία
- ἡιατρ. υπέρμετρη αύξηση τού πάχους τών οστών τής κεφαλής και ιδίως τού κρανίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachycephalia < παχυ-* + κεφαλή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
παχυκέφαλος — (pachycephalus). Γένος ωδικών πουλιών της οικογένειας των λανιδών, που αριθμεί διάφορα είδη με εύρωστο σώμα και μακριά ουρά. Το πιο γνωστό είναι ο π. ο λευκόλαιμος, που ζει στη Μαλαισία και στην Ωκεανία. Το ράμφος του έχει σκληρές τρίχες στη βάση … Dictionary of Greek